Μια φορά και έναν καιρό…

Δημοσιεύθηκε στις: 2019-02-08

Αυτό είναι ένα παραμύθι που είχα γράψει όταν εργαζόμουν με ανήλικους χρήστες ουσιών και τις οικογένειες τους. Ελπίζω να το απολαύσετε.

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα δάσος μακρινό ζούσε μια χαρούμενη οικογένεια σπουργιτιών. Ο μπαμπάς σπουργίτης, η μαμά σπουργίτη και τα τρία τους σπουργιτάκια. Μετά από χρόνια φροντίδας έφτασε πια η ώρα που τα φτερά των μικρών σπουργιτιών δυνάμωσαν και ήταν έτοιμα να μάθουν να πετάνε. Τα τρία σπουργιτάκια εκείνη την μέρα ήταν πολύ ενθουσιασμένα γιατί θα πετάγανε για πρώτη φορά και θα μπορούσαν επιτέλους να δουν την θαυμάσια φύση, το δάσος και το ποτάμι. Όλα πήγαν καλά στο πρώτο μάθημα αν και δεν πέταξαν τόσο μακριά όσο ήθελαν. Τα πουλάκια ήταν χαρούμενα με όλα αυτά που είδαν. Έκαναν και καινούργιους φίλους, τα άλλα ζωάκια του δάσους που ζούσαν εκεί κοντά. Όμως δεν τους αρκούσε που πέταξαν γύρω από την φωλιά. Διψασμένα για εξερευνήσεις και καινούργιες περιπέτειες αποφάσισαν να πετάξουν μόνα τους ακόμα πιο μακριά από την φωλιά προς το ποτάμι.

Κι έτσι έκαναν τις επόμενες μέρες. Πέταξαν ως την όχθη του ποταμού, και, θαμπωμένα από τις ομορφιές της φύσης, πέρασαν τα σύνορα του δάσους, έφτασαν έως την μεγάλη πεδιάδα μέχρι που εξαντλημένα από το πολύωρο φτερούγισμα κάθισαν να ξαποστάσουν.

Τότε, αντιλήφθηκαν κάτι περίεργο. Δίπλα από τις ρίζες ενός πεύκου έλαμπαν στο φως του ήλιου κάτι αλλόκοτα φτερά, πιο μεγάλα κι από το μπόι των μικρών σπουργιτιών. Αλλά αυτό που τους έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το χρυσό τους χρώμα και τα πλουμιστά στολίδια που είχαν πάνω τους.

Το ένα σπουργιτάκι είπε τότε

«αυτά τα φτερά είναι πανέμορφα, δείτε πόσο πολύ λάμπουν!!!».

Και το δεύτερο αμέσως αναφώνησε

«Ναι! Είναι τόσο εντυπωσιακά ενώ το δικό μας χρώμα είναι τόσο μονότονο. Δείτε είμαστε απλά καφετί».

Μόνο το τρίτο φαινόταν λιγότερο ενθουσιασμένο από το εύρημά τους.

«Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το χρώμα μου. Μου αρέσει όπως είμαι».

«Δεν έχεις γούστο» του απάντησε το ένα και τότε έκοψε μερικά χορτάρια και έδεσε ένα από τα χρυσά φτερά πάνω του. Άρχισε λοιπόν να κοκορεύεται μπροστά στα αδέρφια του:

«Δείτε πόσο όμορφος είμαι. Είμαι ο βασιλιάς του δάσους!»

«Ουάου! Θα φορέσω κι εγώ ένα»

Και με τον ίδιο τρόπο το δεύτερο σπουργιτάκι φόρεσε και αυτό ένα φτερό.

«Είμαι πιο δυνατός κι από ένα λιοντάρι» και τότε φουσκωμένο από χαρά άρχισε να τρέχει αποδώ κι αποκεί.

«Μα τι κάνετε εκεί. Βγάλτε αυτά τα φτερά. Δεν μου φαίνονται πολύ εντάξει» προειδοποίησε ο αδερφός τους.

«Σταμάτα να μιλάς» του απάντησαν.

«Δεν ξέρεις τι χάνεις, δεν ξέρεις πόσο ωραία νοιώθουμε με τα πολύχρωμα φτερά μας».

Άρχισε να βραδιάζει και τότε τα τρία αδέρφια αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψουν στην φωλιά τους. Όμως τα χρυσά φτερά αποδείχθηκαν πολύ βαριά για να μπορούν να πετάξουν.

«Νομίζω ήρθε η ώρα να βγάλετε αυτά τα ανόητα φτερά, να μπορέσετε να πετάξετε» τους είπε ο αδερφός τους.

«Αποκλείεται» φώναξαν και τα δύο σπουργιτάκια μαζί.

«Τώρα είμαστε τόσο ωραίοι και δυνατοί που μπορούμε να πάμε και περπατώντας. Δεν χρειάζεται να πετάμε πια».

Ύστερα από αρκετό περπάτημα μέσα στο δάσος εμφανίστηκαν οι γονείς τους ανήσυχοι.

«Εδώ είστε λοιπόν! Τρελαθήκαμε από την αγωνία μας μέχρι να σας βρούμε. Μα τι φοράτε πάνω σας;»

«Τα καινούργια μας φτερά μαμά! Δεν είναι ωραία;» αποκρίθηκαν.

«Μα μπορείτε να πετάξετε με αυτά τα φτερά δεμένα πάνω σας;» ρώτησε ανήσυχη η μητέρα σπουργίτη.

«Δεν θέλουμε πια να πετάμε μαμά» της απάντησαν «με αυτά τα φτερά δεν χρειαζόμαστε να πετάμε πια, δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο».

Τότε η μαμά σπουργίτη ψιθύρισε στον άντρα της:

«Ίσως είναι καλύτερα να μην πετάνε. Έτσι δεν θα απομακρύνονται από την φωλιά και θα τα προστατεύουμε συνεχώς. Θα τα έχουμε δίπλα μας και θα μπορούμε να τα ελέγχουμε» και ο πατέρας σπουργίτης σκέφτηκε

«παιδιά είναι θα τους περάσει, άλλωστε όλοι οι έφηβοι έτσι δεν κάνουν;».

Και η οικογένεια πήρε τον δρόμο του γυρισμού, τα δύο αδέρφια περπατώντας και η υπόλοιπη οικογένεια πετώντας προστατευτικά από πάνω τους.

Και ενώ αργά αργά επιστρέφανε στην φωλιά συναντάνε την κυρά καρακάξα.

«Τι κάνετε τέτοια ώρα έξω;» τους λέει η καρακάξα

«Μα τι είναι αυτό που φοράνε πάνω στα φτερά τους; Δεν ξέρετε ότι αυτά είναι επικίνδυνα; Θα προσελκύσουν όλα τα αρπακτικά που παραμονεύουν τριγύρω.»

«Δεν σε αφορά κυρά καρακάξα. Χα! εσύ είσαι γκρίζα και γριά ενώ εμείς όμορφοι και δυνατοί. Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα» αποκρίθηκε όλη η οικογένεια

«κοίτα την δουλειά σου και την δικιά σου οικογένεια και εμάς άσε μας ήσυχους, ακούς;» είπε ο πατέρας σπουργίτης και συνέχισαν τον δρόμο τους.

Οι μέρες περνούσαν και ενώ τα υπόλοιπα πουλιά του δάσους πέταγαν για ταξίδια μακρινά ώστε να δυναμώσουν τα φτερά τους και μάθαιναν πώς να τιτιβίζουν, τα σπουργιτάκια έμεναν στο έδαφος, επειδή από το μεγάλο βάρος των χρυσών φτερών δεν μπορούσαν να πετάξουν. Όμως και το τρίτο το σπουργίτι δεν πέταγε ούτε και αυτό μακριά. Από ανησυχία και φόβο έμενε κοντά στα δύο αδέρφια του. «Πως μπορώ εγώ να φύγω μακριά και τα αδέρφια μου να μείνουν πίσω. Αν χρειαστούν κάτι;» αναρωτιόταν. «Όχι, θα μείνω εδώ κοντά» αποφάσισε. Και πέταγε σε μικρούς κύκλους πάνω από τα αδέρφια του για να μπορεί να τα έχει στο οπτικό του πεδίο και να τα προσέχει. Οι γονείς σπουργίτια τις πρώτες μέρες ήταν χαρούμενοι. «Έχουμε τα παιδιά κοντά μας, μας έχουν ακόμα ανάγκη και μας χρειάζονται, είμαστε οι γονείς τους και τους είμαστε ακόμα χρήσιμοι» σκέφτονταν . «Ο κόσμος είναι κακός και άσχημος, καλύτερα κοντά μας, θα τα αγαπάμε και θα τα προστατεύουμε πάντα. Άλλωστε κανένας δεν μπορεί να τα αγαπήσει περισσότερο από ό,τι εμείς». Και συνέχιζαν να κάνουν αυτό που έκαναν πάντα, αυτό που ήξεραν να κάνουν καλύτερα από τον καθένα. Να προσέχουν, να φροντίζουν και να νοιάζονται για τα παιδιά τους. Μια μέρα ο σύζυγος σπουργίτης λέει στην γυναίκα του

«κουράστηκα να κυνηγάω τροφή για όλη την οικογένεια, δεν πιστεύεις ότι θα έπρεπε να μάθουν και μόνοι τους;»

«μα τι λες άντρα μου;» αποκρίθηκε ανήσυχα η μάνα

«αφού δεν μπορούν να πετάξουν, πως θα βρουν τροφή; Είναι νωρίς ακόμα. Μικρά παιδιά είναι. Θα έχουν ολόκληρη τη ζωή μπροστά τους να κυνηγάνε για να ζήσουν»

«μάλλον έχεις δίκιο» είπε ο πατέρας

«δεν ξέρω τι με έπιασε, άλλωστε χαρά μου να προσφέρω ότι μπορώ και ακόμα περισσότερα για την οικογένεια μου».

Οι μέρες περνούσαν για την οικογένεια σπουργιτιών με τα δύο αδερφάκια σχεδόν ολομερής να ασχολούνται με το να φροντίζουν, να πλένουν και να γυαλίζουν τα καινούργια τους φτερά. Οι γονείς βλέποντας τα παιδιά τους να ασχολούνται με τόση εμμονή με τα χρυσά φτερά είχαν αρχίσει να ανησυχούν. Όταν οι γονείς τους μίλαγαν για τα φτερά, τα δύο αδέρφια θύμωναν και μάλιστα μερικές φορές μετά από ένταση έφευγαν από το σπίτι για ώρες πολλές μέχρι και ολόκληρες μέρες απογοητευμένα που οι γονείς τους δεν τους καταλάβαιναν και δεν τους έδειχναν εμπιστοσύνη. Οι γονείς ένιωθαν ανήμποροι να προσεγγίσουν τα παιδιά τους και σχεδόν κάθε προσπάθεια που έκαναν να τους μιλήσουν κατέληγε σε καυγάδες και εντάσεις.

Μια μέρα τα δύο αδέρφια αποφάσισαν ότι αφού δεν μπορούσαν να πετάξουν ήρθε η ώρα να δοκιμάσουν κάτι καινούριο.

«ας πάμε στο ποτάμι να δούμε αν μπορούμε να κολυμπήσουμε» είπαν τα δύο αδέρφια.

Ο μικρότερος αδερφός μόλις άκουσε το παράτολμο σχέδιο των αδερφών του τρόμαξε.

«Μα, μα τα φτερά σας είναι από χρυσό, ο χρυσός δεν επιπλέει, ούτε καν να κολυμπήσετε δεν θα μπορέσετε με τόσο βάρος, ίσα ίσα που περπατάτε πια δεν το βλέπετε ότι δεν θα τα καταφέρετε;» τους φώναξε.

«Εμείς», του είπανε τα αδέρφια επιθετικά

«μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε, μέχρι και να πετάξουμε με τα χρυσά φτερά, απλώς δεν θέλουμε, θα δεις όμως και συ όπως και οι άλλοι. Εμείς θα επιπλεύσουμε» και έφυγαν για το ποτάμι.

Ο μικρός αδερφός τους μην ξέροντας τι άλλο να κάνει αποφάσισε να μιλήσει στους γονείς του.

Πετώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε ο μικρότερος αδερφός έφτασε στην φωλιά και διηγήθηκε γρήγορα στους γονείς του τι επρόκειτο να κάνουν τα δύο αδέρφια.

«Εντάξει, δεν νομίζω να πηδήξουν, θα καταλάβουν ότι τα φτερά είναι βαριά για να κολυμπήσουν» αποκρίθηκαν οι γονείς.

«Μα σας λέω θα το κάνουν ήταν πολύ αποφασισμένα, δεν καταλαβαίνουν τον κίνδυνο. Αλλά ούτε και εσείς τον καταλαβαίνετε.» είπε ο μικρός και φτερούγισε προς το ποτάμι.

«Μήπως κάνουν όντως καμιά τρέλα; Να πάμε για καλό και για κακό να δούμε τι γίνεται;» αναρωτήθηκε η μαμά σπουργίτη.

«Ας πάμε να ελέγξουμε» απάντησε ο μπαμπάς σπουργίτης και έφυγαν για το ποτάμι.

Εν τω μεταξύ τα δύο σπουργιτάκια είχαν ήδη πηδήξει στο νερό. Και χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν βυθίζονταν ανήμπορα. Όσο και αν πάλευαν να κρατηθούν στην επιφάνεια τα χρυσά φτερά είχαν μετατραπεί σε αβάσταχτο φορτίο. Το ένα πουλάκι κατάφερε με πολύ κόπο να πιαστεί σε ένα κλαδί και άρχισε να φωνάζει

«Βοήθεια! Βοήθεια! Σώστε μας!».

Το άλλο πουλάκι δεν φαινόταν πουθενά.

Οι γονείς από μακριά άκουγαν τις φωνές των παιδιών τους και απεγνωσμένα προσπαθούσαν να φτάσουν κοντά τους όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.

«Ωχ όχι! Τα παιδιά μας πνίγονται!» αναφώνησε σοκαρισμένη η μαμά σπουργίτη ενώ ο μπαμπάς σπουργίτης είχε παγώσει από το θέαμα.

Ο αδερφός των άτυχων πουλιών είχε ήδη σπεύσει να βοηθήσει τον αδερφό του που κρατιόταν από το κλαδάκι. Αλλά όντας ακόμη μικρός και αδύναμος δεν μπορούσε να σηκώσει τον αδερφό του οποίου το χρυσό φτερό ήταν βρεγμένο και ακόμη πιο βαρύ. Όλοι μαζί, η μαμά, ο μπαμπάς και το μικρό σπουργίτη προσπάθησαν και με κόπο απομάκρυναν τον έναν τους γιο από το ποτάμι. Όμως ο δεύτερος δεν φαινόταν πουθενά. Όση ώρα και αν έψαχναν δεν κατάφεραν να τον βρουν. Φανερά συντετριμμένοι οι γονείς δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που τους είχε συμβεί.

Στην αρχή οι γονείς κατηγορούσαν τον εαυτό τους για ότι συνέβη.

«Έπρεπε να τους βγάλουμε αυτά τα φτερά από την αρχή. Έπρεπε να το είχαμε δει. Έπρεπε να το είχαμε καταλάβει έπρεπε έπρεπε έπρεπε…. θα βγάλουμε όμως το φτερό από το άλλο μας παιδί οτιδήποτε και αν χρειαστεί να κάνουμε» είπαν με αποφασιστικότητα και οι δυο γονείς.

Όμως το φτερό ήταν τόσο γερά δεμένο πάνω στο παιδί, που τους ήταν αδύνατο να το λύσουν. Και το χορτάρινο σκοινί τόσο μπερδεμένο πάνω του που δεν μπορούσαν να το κόψουν. Οι γονείς κατάλαβαν ότι έπρεπε να ζητήσουν την βοήθεια των άλλων ζώων προκειμένου να τον ελευθερώσουν.

Τα ζώα, άλλα καχύποπτα και άλλα πρόθυμα, τους μιλάνε για την κουκουβάγια. Η κουκουβάγια θέλει να τους βοηθήσει και τους εξηγεί ότι υπάρχει τρόπος να σωθεί. Ο τρόπος που τους προτείνει όμως δεν είναι εύκολος. Χρειάζεται προσπάθεια και θέληση από ολόκληρη την οικογένεια. Όταν οι γονείς επέστρεψαν στο σπίτι αναρωτιόντουσαν τι έπρεπε να κάνουν.

«το παιδί μας ήταν τόσο καλό, τόσο πρόθυμο και ευγενικό» έλεγαν ο ένας στον άλλον.

«Πού κάναμε λάθος;» αναρωτιόντουσαν.

Το σπουργιτάκι στο δίπλα δωμάτιο έλεγε στον εαυτό του «εγώ μπορώ να τα βγάλω τα φτερά και μόνος μου. Αρκεί να προσπαθήσω» και επέμενε προσπαθώντας να τα αφαιρέσει από πάνω του. Μερικές φορές απλά καθόταν μπροστά στον καθρέφτη μόνο και μόνο για να θαυμάζει το χρυσό τους χρώμα, άλλες πάλι προσπαθούσε σκληρά να τα αφαιρέσει από το σώμα του. Κάτι τέτοιο όμως δεν ήταν εύκολο. Ώσπου συνειδητοποίησε το μικρό σπουργιτάκι ότι τα ψεύτικα φτερά θα φύγουν από πάνω του μόνο αν καταλάβει και νιώσει βαθιά μέσα του ότι πραγματικά δυνατός και πραγματικά ελεύθερος είναι αυτός που πετάει με τα δικά του φτερά.

«μόνο αν φανταστώ τον εαυτό μου ελεύθερο από τα χρυσά φτερά θα τα καταφέρω» ψυθίρισε το σπουργιτάκι.

«Μόνο αν όντως το πάρουμε απόφαση. Μόνο αν θελήσουμε και δεχτούμε να αλλάξουμε θα βγάλουμε τα ψεύτικα φτερά από την ζωή μας» είπαν όλοι μαζί και έτσι με περίσσια δύναμη η οικογένεια αποφάσισε να πάει στην σχολή ικάρων της κουκουβάγιας για να μάθει να πετά ελεύθερα και περήφανα ξανά…..

Και μην νομίζετε ότι εδώ τελειώνει το παραμύθι μας. Τώρα αρχίζει ένα άλλο μεγαλύτερο παραμύθι, που αν όντως πιστέψετε σε αυτό μπορεί να έχει ευτυχές τέλος για όλους μας.